- πετρώεις
- -εσσα, -εν, Ααυτός που συχνάζει, που συνήθως βρίσκεται πάνω στις πέτρες («πετρώεντες ἴουλοι», Μαρκελ. Σιδ).[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ανώμαλος τ. αντί τού πετρήεις*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετρώεντες — πετρώεις haunting rocks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)